- σουφραζέτα
- και σωφραζέτα, η, Ν1. (παλαιότερα στην Αγγλία) γυναίκα που διεκδικούσε το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες2. (γενικά) φεμινίστρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. suffragette < suffrage «ψήφος» (< λατ. suffragium)].
Dictionary of Greek. 2013.